- ευχάριστος
- -η, -ο (ΑΜ εὐχάριστος, -ον)(για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα)1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη(«οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ' ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ δὲ γελασθῆναι», Δημήτρ.)μσν.1. ευχαριστημένος, ικανοποιημένος2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐχάριστονη αγαθή διάθεση, η καλή διάθεσηαρχ.1. αγαθοεργός, ευεργετικός2. τίτλος τών Πτολεμαίων3. φρ. α) «εὐχάριστα δῶρα» — δώρα ευπρόσδεκταβ) «τὸ εὐχάριστον τῆς ψυχῆς» — η αγαθοεργός διάθεση τής ψυχής, η ευεργετική διάθεση4. ευγνώμων.επίρρ...ευχαρίστως και ευχάριστα (ΑΜ εὐχαρίστως)νεοελλ.με προθυμία, με χαρά, με ευχαρίστησημσν.-αρχ.με ευγνωμοσύνηαρχ.1. με τρόπο ευχάριστο2. φρ. «εὐχαρίστως τελευτῶ» — πεθαίνω μέσα σε ευδαιμονία, πεθαίνω ευτυχισμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαριστος (< χαρίζω < χάρις), πρβλ. α-χάριστος, δυσ-χάριστος].
Dictionary of Greek. 2013.